- κρηπίδωμα ή κρηπίδα
- Ονομασία, στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, του βάθρου πάνω στο οποίο οικοδομείται ένα μνημειακό κτίσμα. Το κ. αποτελείται από τρεις αναβαθμούς (σκαλοπάτια) με διαστάσεις μεγαλύτερες των κανονικών. Ο ανώτερος αναβαθμός αποκαλείται στυλοβάτης, γιατί εκεί στηρίζονται οι κίονες (στύλοι). Για αισθητικούς και οπτικούς λόγους ο στυλοβάτης είναι λίγο ψηλότερος από τους δύο άλλους αναβαθμούς, ενώ το μέγεθος τόσο του κ. όσο και των αναβαθμών εναρμονίζεται απόλυτα με τον όγκο του μνημείου. Οι αναβαθμοί στηρίζονται πάνω στην ευθυντηρία (βάση τοίχου), επειδή όμως δεν είχαν πρακτικό αλλά μόνο αισθητικό χαρακτήρα, συμπληρώνονταν με ένα σύστημα που υποβοηθούσε την άνοδο στο κ. Σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν κατηφορικό επίπεδο, όπως στους ναούς των Δελφών, της Αφαίας και της Ολυμπίας. Στον Παρθενώνα υπάρχουν διάμεσες συμπληρωματικές βαθμίδες, τοποθετημένες αξονικά σε τμήμα της ανατολικής και της δυτικής όψης. Στο κ., που αποτελείται συνολικά από τους αναβαθμούς και την πλακόστρωσή τους, βρίσκεται το πτερό (εξωτερική κιονοστοιχία κατά μήκος των μακρών πλευρών του αρχαίου ναού) και ο σηκός (ο κυρίως ναός).
Dictionary of Greek. 2013.